- παλάντσο
- το(λ. ιταλ.), λογιστική τακτοποίηση εσόδων και εξόδων μιας επιχείρησης, αλλ. ισολογισμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.